νήπι'

νήπι'
νήπια , νήπιος
infant
neut nom/voc/acc pl
νήπιε , νήπιος
infant
masc voc sg
νήπιαι , νήπιος
infant
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παιδιακός — ή, ὁ (Α πιθ. γρφ. παιδιακός, ή, όν) ο σχετικός με παιδί, παιδικός, αθώος («κι εκείνη η αγάπη η παιδιακή, που χα γι αυτήν, η αθώα», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδίον + κατάλ. ακός (πρβλ. νηπι ακός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”